- κακοπρόσωπος
- -η, -ο (Α κακοπρόσωπος, -ον)αυτός που έχει άσχημο πρόσωπο, άσχημος, δύσμορφοςνεοελλ.(για κτήρια) αυτός που έχει άσχημη πρόσοψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοπρόσωπος — ugly faced masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπρόσωπον — κακοπρόσωπος ugly faced masc/fem acc sg κακοπρόσωπος ugly faced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek